- ζαχάρωμα
- τό1) посыпание сахаром, подслащивание; 2) см. ζαχάριασμα; 3) ухаживание, флирт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαχάρωμα — το [ζαχαρώνω] 1. το αποτέλεσμα τού ζαχαρώνω, το κρυστάλλωμα τής ζάχαρης που περιέχεται σε καρπούς ή σε γλυκίσματα 2. μτφ. ερωτικές διαχύσεις, θωπείες … Dictionary of Greek
ζαχάρωμα — το, ατος 1. το να γίνει κάτι σαν ζάχαρη. 2. ερωτικές διαχύσεις: Οι αρραβωνιασμένοι άρχισαν τα ζαχαρώματα πάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχάριασμα — το [ζαχαριάζω] ζαχάρωμα, το αποτέλεσμα τού ζαχαριάζω … Dictionary of Greek